- παρέμφαση
- η / παρέμφασις, -άσεως, ΝΑ [παρεμφαίνω]γραμμ. διασαφήνιση τής σημασίας μιας λέξης με το πρόσωπο, τον αριθμό και την έγκλισηνεοελλ.1. παρουσίαση με έμμεσο τρόπο, υποδήλωση2. παρουσίαση τού βαθύτερου, κρυφού νοήματος ενός πράγματος, υπόδειξηαρχ.1. ένδειξη, δείγμα, σημείο («χρονική παρέμφασις»)2. διαστροφή έννοιας, ψεύτικη παρουσίαση.
Dictionary of Greek. 2013.